- ισχναντικός
- -ή, -όπου προκαλεί την ίσχνανση, το αδυνάτισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ισχναντικός — ἰσχναντικός, ή, όν (Α) [ισχναίνω] αυτός που επιφέρει ίσχνανση … Dictionary of Greek
ἰσχναντικά — ἰσχναντικός fit for reducing neut nom/voc/acc pl ἰσχναντικά̱ , ἰσχναντικός fit for reducing fem nom/voc/acc dual ἰσχναντικά̱ , ἰσχναντικός fit for reducing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχναντικήν — ἰσχναντικός fit for reducing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχναντικώτεροι — ἰσχναντικός fit for reducing masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)